- σκελιφρός
- και δ. γρφ. σκελεφρός, -ά, -όν, Α1. αποξηραμένος2. ξηρός, κατάξηρος3. κάτισχνος («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς...εἶναι», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλλομαι «είμαι ξηρός» (βλ. λ. σκέλλω), πιθ. κατ' επίδραση τών τ. σκληφρός*, στιφρός*].
Dictionary of Greek. 2013.